- αιμοδιψής
- -έςαυτός που διψά για αίμα, αιμοβόρος, άγριος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα + δίψα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αιμοδιψής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, και αιμόδιψος, η, ο αυτός που διψά για αίμα, κακούργος: Ο Νέρωνας εξελίχθηκε σ έναν από τους πιο αιμοδιψείς τυράννους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιματολοιχός — αἱματολοιχός, όν (Α) 1. αυτός που λείχει, που γλείφει αίμα 2. αυτός που διψά για αίμα, αιμοδιψής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα, ατος + λοιχός < λείχω «γλείφω»] … Dictionary of Greek
αιματορρόφος — αἱματορρόφος. ον (Α) αυτός που ρουφά αίμα, αιμοβόρος, αιμοδιψής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + ροφῶ] … Dictionary of Greek
αιματοφάγος — α, ο 1. αυτός που τρώει, που ρουφά αίμα, αιμοδιψής, αιμοβόρος 2. αυτός που τρεφεται με αίμα ζωντανών οργανισμών 3. αδίσταχτος εκμεταλλευτής, τοκογλύφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα, ατος + φάγος < ἔφαγον, αόρ. β΄ τού τρώγω] … Dictionary of Greek
αιμοβόρος — α, ο (Α αἱμοβόρος, ον) αυτός που τρέφεται με αίμα, που ρουφά αίμα νεοελλ. 1. αιμοδιψής, αιμοχαρής, κακούργος 2. επιθετικός, άγριος αρχ. 1. (για έντομα) αυτός που απομυζά αίμα 2. (για τα φίδια) αυτός που δεν χορταίνει αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα +… … Dictionary of Greek
αιμοχαρής — ές (Μ αἱμοχαρής) αυτός που χαίρεται βλέποντας να χύνεται αίμα, αιμοδιψής, κακούργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + χαρὴς < ἐχάρην, αόρ. τού χαίρω] … Dictionary of Greek
αιμόδιψος — αἱμόδιψος, ον (Α) ο αιμοδιψής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + δίψα. ΠΑΡ. νεοελλ. αιμοδιψία] … Dictionary of Greek
εξπρεσιονισμός — Καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα. Εκδηλώθηκε στη Γερμανία από το 1910 έως το 1925 και αντιπροσωπεύει τη γερμανική παραλλαγή της μεγάλης ευρωπαϊκής επανάστασης της πρωτοπορίας. Τον όρο ε. χρησιμοποίησε πρώτη φορά το 1901 στη Γαλλία ο ζωγράφος… … Dictionary of Greek
καθαιματώ — καθαιματῶ, όω (Α) καθαιμάσσω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αἱματῶ «είμαι αιμοδιψής»] … Dictionary of Greek
μιαιφόνος — ο(ν) (ΑΜ μιαιφόνος και μιηφόνος ον) ο μιασμένος από φόνο, ο ένοχος για φόνο νεοελλ. (και για ξίφος) φονικός, αιματοβαμμένος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ μιαιφόνον διάπραξη φόνου αρχ. 1. (συν. ως επίθ. τού θεού Αρη) αιμοχαρής, αιμοδιψής, δολοφονικός 2 … Dictionary of Greek